σύμπλοκος

σύμπλοκος
-η, -ο / σύμπλοκος, -ον, ΝΜΑ [συμπλέκω]
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο σύμπλοκος
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια συμπλοκίδες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σύμπλοκα
α) βιολ. κυτταροπλασματικοί ή αυτοσωματικοί παράγοντες που επιδρούν στη φυλετική διαφοροποίηση τών γεννητικών οργάνων τού αρχικά αμφιφυλετικού εμβρύου
β) χημ. οι σύμπλοκες ενώσεις
3. φρ. «σύμπλοκες ενώσεις»
χημ. χημικές ενώσεις τών οποίων η δομή χαρακτηρίζεται από την παρουσία εν γένει ενός κεντρικού ατόμου κάποιου μετάλλου συνδεδεμένου χημικώς με ορισμένο αριθμό μη μεταλλικών ατόμων, μορίων ή ριζών που ονομάζονται υποκαταστάτες
μσν.-αρχ.
1. πλεγμένος μαζί, περίπλοκος («ἡμερίδος στελέχη δύο σύμπλοκα λύσει στρεπτά», Παυλ. Σιλ.)
2. αυτός που μπλέχθηκε, που μπερδεύτηκε μέσα σε κάτι
αρχ.
προσηλωμένος («τῷ σταυρῷ σύμπλοκον ἔστω», Νόνν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σύμπλοκος — entwined masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμπλοκον — σύμπλοκος entwined masc/fem acc sg σύμπλοκος entwined neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμπλοκα — σύμπλοκος entwined neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμπλοκο — το, Ν (βιολ. χημ.) βλ. σύμπλοκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”